HOME » ΕΠΙΚΑΙΡΑ » ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ » Γράφοντας για ένα συνεταιρισμό όπως είναι

Γράφοντας για ένα συνεταιρισμό όπως είναι

Γράφοντας για ένα συνεταιρισμό όπως είναι

Για όσους τα τελευταία χρόνια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είδατε με καλό μάτι τις κινήσεις καταναλωτών και παραγωγών και είτε εμπλακήκατε σε μια παρέα που έστηνε πάγκους σε κάποια πλατεία – μια αυθόρμητη λαϊκή αγορά για «καλύτερες τιμές και καλύτερες σχέσεις», είτε φυτέψατε και εσείς κάποιο φυντάνι τοματιάς σε ένα ξέφωτο στην πόλη για να μπορούν να βλέπουν τα παιδιά σας και λίγο πράσινο αντί μόνο οικοδομές από μπετόν, είτε κρατήσατε τους σπόρους από την γλάστρα σας για να τους μοιράσετε σε μια γιορτή του πελίτη, ή κάνατε τον κόπο αντί να επιλέξετε ως εύκολη λύση το σουπερμάρκετ να αγοράσετε το καλάθι με την μαναβική σας από τον παραγωγό που έτυχε να γνωρίσετε σε μια οικολογική γιορτή, ίσως όσα διαβάσετε παρακάτω να σας φανούν οικεία και αρκετά γνώριμα.

Πολλοί λόγοι μπορούμε να πούμε πως υπάρχουν σήμερα που μας κάνουν να μιλήσουμε για την τροφή και την παραγωγή. Η κρίση στην χώρα ήταν σίγουρα η αφορμή που μας εξανάγκασε να σκεφτούμε να δράσουμε με τρόπους που να προεικονίζουν μια θετική κατεύθυνση, η οικονομική δυσχέρεια μας έκανε όλους να σκεφτόμαστε πριν αγοράσουμε κάτι και έτσι μάθαμε αρκετοί να αναρωτιόμαστε όχι μόνο τι σημαίνει να είναι κάτι φθηνό – μια όχι πάντα αλληλέγγυα επιλογή – αλλά και αν κάτι κοστίζει όσο αξίζει πραγματικά. Άλλοι θεωρήσαμε δεδομένη την απόρριψη του κυρίαρχου μοντέλου της γρήγορης, φθηνής και κακιάς ποιότητας τροφής και στραφήκαμε σε πιο φυσικές επιλογές. Άλλοι κινηθήκαμε με μια διάθεση νοσταλγίας να διατηρήσουμε ζωντανό ένα τρόπο παραγωγής που τείνει να ξεχαστεί τελείως, ένα τρόπο που θυμίζει τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας που έφερνε κοντά μεταξύ τους ανθρώπους και όχι τα προϊόντα στους πελάτες. Άλλοι βρήκαμε σε αυτό μια αφορμή να διαμαρτυρηθούμε ενάντια στην Τρόικα και την κυβέρνηση, άλλοι είδαμε με προσδοκία την αυτόχθονη οικονομία ως το επαναστατικό υποκείμενο της μετακαπιταλιστικής εποχής. Άλλοι βλέπουμε την διατροφή ως προϋπόθεση ευζωίας και ευεξίας, και άλλοι τέλος που έχουμε εμπλακεί επαγγελματικά μία ευκαιρία να βρούμε ένα κομμάτι της αγοράς το οποίο δεν έχει ακόμα καταπατήσει η μεγάλη βιομηχανία της αγοράς. Όποιος λόγος και αν είναι αυτός που εκφράζει τον καθένα μας μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως σε όλη την Ελλάδα από μικρές παρέες μέχρι και αυτό που ονομάζουμε κίνημα έχει απασχολήσει όλους μας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το διατροφικό ζήτημα.

Κοινός τόπος για όλα τα παραπάνω είναι η επίγνωση που αποκτάμε όλο και περισσότεροι πως ο έλεγχος του κύκλου που συνοδεύει την αλυσίδα της διατροφής απομακρύνεται όλο και περισσότερο σε κέντρα που ξεφεύγουν από τον δικό μας χώρο ευθύνης. Πως άλλοι αποφασίζουν αντί για εμάς για αυτό που τρώμε, το πώς αυτό παράγεται, τις επιπτώσεις που αφήνει στην υγεία μας, πως επηρεάζει το περιβάλλον, πόσο κοστίζει και ποιος κερδίζει. Η πόλη καθώς αποτελεί το απόλυτο υπόδειγμα καταναλωτικού κέντρου καθρεφτίζει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την στρεβλότητα που αναπαράγει το μοντέλο της μαζικής κοινωνίας. Ένα εκατομμύριο και κάτι πολίτες στην Θεσσαλονίκη είμαστε στην κυριολεξία εξαρτημένοι από τις επιλογές πέντε με δέκα οικογενειών. Κάποιες λίγες φίρμες μονοπωλούν πως και τι έρχεται στο τραπέζι του κάθε νοικοκυριού. Αν αυτές επιλέξουν να αποκλείσουν ένα είδος ή ένα τρόπο παραγωγής αυτοματως αυτό το είδος αποκλείεται για ολόκληρη την πόλη και το αντίθετο εάν επιλέξουν να προωθήσουν ένα είδος αυτό γίνεται άμεσα προσβάσιμο σε όλους. Αυτή η εικόνα της απόλυτης εξάρτησης των καταναλωτών από λίγες οικογένειες μεγαλοδιανομέων έχει ως μοναδικό του ισοδύναμο της τις φεουδαλικές σχέσεις του μεσαίωνα ή τις προλεταριακές σχέσεις των βελγικών ορυχείων όπως τις περιέγραψε ο Εμίλ Ζολά στην νουβέλα του Germinal. Οι καταναλωτές σήμερα αναμφισβήτητα είμαστε τα απόλυτα υποχείρια της αγοράς. Η οποιαδήποτε ελευθερία που μας δίνεται να επιλέξουμε ανάμεσα στην πληθώρα προϊόντων στα ράφια των συμβατικών σούπερ-μάρκετ ή μεταξύ των «εναλλακτικών» βιολογικών είναι απλά η προσχηματική μεταξύ δύο αλληλοσυμπληρωμένων εξαρτήσεων επιβεβαίωση της γενικευμένης ανελευθερίας πως τίποτα δεν μας ανήκει πραγματικά.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση βρεθήκαμε την διετία 2012-2014 μάρτυρες ενός σχετικά ελπιδοφόρου φαινομένου που ο τίτλος με τον οποίο έγινε γνωστό: χωρίς μεσάζοντες ενθάρρυνε περισσότερο την σύγχυση παρά εξάντλησε ως νόημα το πραγματικό εύρος του αντικειμένου των συλλογικοτήτων και των εγχειρημάτων που σχετίζονται με το διατροφικό ζήτημα. Δυστυχώς και αυτή η περίπτωση δεν ξέφυγε τον γενικό κανόνα της επιδερμικής προσέγγισης, της προχειρότητας και του πανηγυριού που συναντήσαμε λίγο ή πολύ σε όλα τα κινηματικά είδη που ακολούθησαν τον Δεκέμβριο του 2008. Πολύ γρήγορα παρασυρόμενοι από την μέθη της αναγνωσιμότητας που παρέχουν τα ΜΜΕ, και της παραπλανητικής επιτυχίας που αυτή συνοδεύει, δείξαμε περισσότερη έγνοια να παρουσιάσουμε στην κοινωνία εικόνες που να ταιριάζουν με τις προσδοκίες μας κρίνοντας τις ενέργειές μας από τις προθέσεις μας και όχι από τα πραγματικά αποτελέσματα τους. Με αυτό τον τρόπο όμως μιμηθήκαμε περισσότερο τους επαγγελματίες πολιτικούς και πως αυτοί αντιμετωπίζουν τους ψηφοφόρους τους παρά βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι στους συμπολίτες μας. Επιπλέον αρνούμενοι πεισματικά να παραδεχτούμε οποιαδήποτε άλλη κατάσταση για τον εαυτό μας εκτός της αυτοεκπληρούμενης επιβεβαίωσης αρνηθήκαμε να παραδεχθούμε πως υπάρχει πρόβλημα και επομένως καταστήσαμε αδύνατο να καταλάβουμε τις αιτίες και τις λύσεις που του ταιριάζουν.

Βέβαια εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τα αντιθετικά κίνητρα τα οποία εξαρχής συνοδεύσανε αυτό που καταχρηστικά βαφτίσαμε «κίνημα». Το γεγονός πως άλλοι προσδοκούσαν μια ευκαιρία να πουλήσουν ακριβά και σε όσο περισσότερους την πραμάτεια τους υπό το πρόσχημα του «φθηνού», άλλοι να συσπειρώσουνε σε μορφές διαμαρτυρίας την λαϊκή αγανάκτηση και κυρίως την λαϊκή απόγνωση για την ανατροπή της κυβέρνησης και άλλοι να δημιουργήσουν ένα πέπλο επαναστατικότητας που να διασώζει την εικόνα που τρέφουν για τον εαυτό τους περισσότερο υπονόμευσε παρά συνέβαλε στην εικόνα που θέλαμε να αναδείξουμε.

Περιμένουμε όμως πραγματικά να αλλάξουν τα πράγματα έτσι εύκολα την στιγμή που οι στρεβλότητες τους έχουν ριζώσει επί δεκαετίες την χώρα; Το διατροφικό ζήτημα δεν είναι καθόλου ένα μοντέρνο πρόβλημα. Έχει τις απαρχές του από τα αιτήματα των αγροτών του θεσσαλικού κάμπου για αναδασμό της γης και περνάει από την φάση που χτυπήθηκε στην καρδιά της η αγροτική συνοχή με το «ευεργέτημα» της αντιπαροχής και την αστικοποίηση. Το 1930 μια στατιστική μέτρηση προς απογοήτευση του τότε ΚΚΕ που αναζητούσε το βιομηχανικό προλεταριάτο της χώρας είχε καταγράψει το ποσοστό της τάξης του 80% του εργασιακά ενεργού πληθυσμού στον πρωτογενή τομέα ( κτηνοτροφία-αλιεία-γεωργία ). Το 1980 αυτό το ποσοστό είχε πέσει στο 20% αλλά τουλάχιστον το συνεταιριστικό φαινόμενο εξακολουθούσε ως και έμμεσα εμπλεκόμενους τα μέλη με τις οικογένειες τους να αριθμεί ένα εκατομμύριο πολίτες και κάθε αγρότης, ψαράς και κτηνοτρόφος ταύτιζε την ευημερία της δουλειάς του με τον συνεταιρισμό στον οποίο ήταν μέλος. Σήμερα το ποσοστό των αγροτών αν και λόγω κρίσης έχει ανεβεί δεν ξεπερνάει το 12% και όσο για το συνεταιριστικό κίνημα αυτό ως παρακαταθήκη του έχει αφήσει με όσα είναι γενικώς γνωστά κατάλοιπα από την δεκαετία του ΄80 μια απόλυτα κακοδυσφημισμένη εικόνα που εντείνει την διάχυτη μοιρολατρία και τον κοινωνικό μηδενισμό.

Ανάλογα σήμερα από την ελπιδοφόρα διετία που έφερε στο προσκήνιο το «κίνημα χωρίς μεσάζοντες» δεν έχει μείνει παρά μια σκιά που εξαντλεί τον εαυτό της ανάμεσα σε λίγες αυτοαναφορικές συλλογικότητες ιδεολογικού ή στιλιστικού προσανατολισμού και μερικές εξαιρέσεις που μπόρεσαν και διατηρήθηκαν ζωντανές μέσα στον χρόνο ακριβώς χάρη στις ριζωμένες σχέσεις που δημιούργησαν βασισμένες σε αληθινές κοινότητες προσώπων, όπως την περίπτωση του συνεταιριστικού σουπερ-μάρκετ Bios coop το οποίο βασίζεται κατεξοχήν στα μέλη του, και το αγροτικό παντοπωλείο Καλαμαριάς το οποίο βασίζεται στις σχέσεις γειτόνων που ανέδειξε η τοπική δράση των κατοίκων. Όλες οι υπόλοιπες ομάδες, αναρίθμητες στον κατάλογο, έχουν είτε διαλυθεί, είτε μετατραπεί σε ιδιοτελείς επιχειρήσεις, είτε φυτοζωούν στα λόγια χωρίς καμία ουσιαστική δράση.

Συμπεράσματα βγήκαν από αυτή την διετία πολλά, κάποιοι μπορούν να εξακολουθούν να ισχυρίζονται πως «υπάρχει κίνημα» και να δημιουργούν στο ιντερνέτ σελίδες με καταλόγους από διευθύνσεις. Αυτό που πρέπει όμως να καταλάβουμε είναι πως κανένας κινηματικός χρυσός οδηγός όσο εντυπωσιακός και αν είναι δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις κοινωνικές σχέσεις και κυρίως την πολιτική συνείδηση που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την βιωσιμότητα τέτοιων κατεξοχήν αντικρατικού χαρακτήρα εγχειρημάτων. Γιατί χρειάζεται ένα τέτοιο είδος αντίληψης για να διεκδικήσει κανείς μία καταρχάς κρατικής μέριμνας υπόθεση στα χέρια των πολιτών. Δεν θα μπορέσει ποτέ κανένα κίνημα να δημιουργήσει υποδομές στηριζόμενες στην ευθύνη των πολιτών και ανεξάρτητες από το κράτος εάν οι εμπλεκόμενοι εξακολουθούν και διακατέχονται από την νοοτροπία του προστατευτισμού και προσδοκούν από τις κυβερνήσεις να δώσουν λύσεις στα προβλήματα τους. Πόσο μάλλον που η διατροφική αλλαγή και η αυτόχθονη οικονομία είναι πράγματα τα οποία μορφοποιούνται κατα βάση στον δημόσιο χώρο της γειτονιάς, της πόλης και της υπαίθρου και στους ενδιάμεσους διαύλους που τις ενώνουν. Η διατροφική κουλτούρα απαιτεί ζωντανούς ανθρώπους και είναι αυτοί οι οποίοι ορίζουν το επίπεδο στα καλύτερα ή στα χειρότερα της. Το πώς τρεφόμαστε και τι προσανατολισμό δίνουμε στην καταναλωτική μας δύναμη δεν εξαρτάται από updown πολιτικές ούτε από μάρκετινγκ. Οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας κόντρα στις διδαχές των γκουρού της δημοσιογραφίας θα παραμείνουν για πάντα το μέσο και δεν θα μπορέσουν ποτέ να υποκαταστήσουν το «μήνυμα».

Σε μια Θεσσαλονίκη, και πιθανόν έτσι είναι και σε ολόκληρη την χώρα, που ο κόσμος ακόμα ψάχνεται μεταξύ της επιλογής να γίνει πυλώνας ή αντιπολίτευση του νέου καθεστώτος έχει παραγκωνιστεί εντελώς η δημιουργική διάθεση. Επιχειρώντας όλοι μας να βρούμε την συνολική πολιτική λύση για το πρόβλημα διακυβέρνησης της χώρας μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον του διεθνούς κεφαλαίου μας κάνει να απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από ότι βρίσκεται απλά κοντά μας. Παρασυρόμενοι από τα δελτία των ΜΜΕ και τα δελτία τύπου των Βρυξελλών χάνουμε το ενδιαφέρον για  την γειτονιά μας και τον διπλανό μας. Καμιά αλλαγή όμως στις κεντρικές πολιτικές δεν θα γίνει ποτέ εάν πρώτα δεν αλλάξουν οι δομές που συνθέτουν και συγκροτούν την κοινωνία. Μοιάζει όλο και περισσότερο πως ο ζήλος μας για πολιτική ανατροπή να είναι η κύρια αιτία που ακυρώνει κάθε προοπτική κοινωνικής αλλαγής σε βάθος. Το πρόβλημα τελικά μπορεί να είμαστε εμείς και όχι οι «άλλοι».

Το νόημα και την αλήθεια των παραπάνω τον καταλαβαίνει μόνο όποιος πεισματικά εμπλέκεται σε μικρές δημοκρατίες και κοινωνικές δημιουργίες. Αντιμετωπίζοντας σε καθημερινή βάση τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που επιφέρει το «μικρό», σου κόβεται απευθείας η όρεξη να μιλάς για το γενικό και το αφηρημένο εκτός πια και αν έχεις παραιτηθεί εντελώς από κάθε ελπίδα και το μόνο που σου έχει μείνει είναι να φλυαρείς.

Στη Θεσσαλονίκη εδώ και σχεδόν ένα χρόνο μέσα από τα υπολείμματα των αγορών απευθείας διάθεσης και των οικολογικών ομάδων καταναλωτών επιχειρούμε μια μικρή παρέα να ιδρύσουμε ένα συνεταιρισμό παραγαναλωτών (όπως μας αρέσει να λέμε) και να βάλουμε όλοι μαζί κεφάλαιο για να ανοίξουμε ένα οίκο-πρατήριο με προϊόντα αποκλειστικά από συνεταιρισμένους παραγωγούς και με χαμηλό οικολογικό αποτύπωμα. ‘Άμεση δημοκρατία, κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία, βιολογική πιστοποίηση, ομότιμη παραγωγή, κέρδος και πλεόνασμα, καταμερισμός της εργασίας κλπ αποτελούν θεωρητικά προβλήματα τα οποία δεν τα έχουμε καν ακουμπήσει και προτιμούμε να τα αφήνουμε σε αυτούς που ίσως να θεωρούν την συζήτηση τους πιο σημαντική από την εφαρμογή τους στην πράξη. Αυτό όμως που πραγματικά μας «καίει» να καταλάβουμε και που ίσως ούτε η ίδια η εμπειρική τριβή δεν θα μας απαντήσει ποτέ είναι γιατί ενώ η ιδέα ενός συνεταιρισμού παραγωγών και καταναλωτών που έχει ως αντικείμενο του όλα όσα αναφέρουμε παραπάνω είναι κάτι που σε κείμενα, εκδηλώσεις και συνέδρια λέγεται και παρουσιάζεται με τόση θέρμη εμείς βρισκόμαστε σε τέτοιο σημείο σήμερα που να σκεφτόμαστε σοβαρά να διαλύσουμε τον συνεταιρισμό από έλλειψη εγγεγραμμένων μελών.

Την Δευτέρα 11 Μαΐου στις 7μμ στην αίθουσα νερού του δημαρχείου Θεσσαλονίκης θα πραγματοποιηθεί η 2η γενική συνέλευση του συνεταιρισμού παραγωγών καταναλωτών «Κουκούλι». Μετά τα παραπάνω σίγουρα είναι παράδοξο αλλά το παρόν κείμενο θέλει να γνωστοποιήσει και να καλέσει όποιον ενδιαφέρεται και αγωνιά το ίδιο να μοιραστεί μαζί μας το βάρος αυτής της ελευθερίας που παρέχει η δημιουργία ενός τέτοιου εγχειρήματος.

 

πηγή

Translate »