Η Αριστερά, το κίνημα και το ζήτημα της εξουσίας: για έναν απολογισμό της προεκλογικής περιόδου 2012 – 2015*
Ήταν Ιούνης του 2011 όταν στις εσωτερικές διεργασίες της λαϊκής συνέλευσης της Πλατείας Συντάγματος, που ήταν η οργανωτική δομή των «Αγανακτισμένων» στην Αθήνα, διαμορφώθηκαν δύο ανταγωνιστικές προτάσεις. Η μια εξ αυτών, με σαφή δημοκρατικό προσανατολισμό αν και μειοψηφική στις τάξεις του «κινήματος των πλατειών» αφορούσε τη δημιουργία Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης με πολιτειακό μετασχηματισμό προς την άμεση δημοκρατία, ενώ η άλλη, προερχόμενη από μια λαϊκίστικων καταβολών ανίερη συμμαχία Αριστεράς και λαϊκής Δεξιάς, επιζητούσε απλώς «να φύγουν αυτοί». Η επικράτηση της δεύτερης τάσης, σε συνδυασμό με τις τακτικές που ακολουθήθηκαν για να την νομιμοποιήσουν (αποκλεισμός της Βουλής, μπαράζ αντιμνημονιακών συλλαλητηρίων, αταβιστική συνθηματολογία), θα μπορούσαμε να πούμε πως κατά κάποιο τρόπο έθεσε τα θεμέλια για τα διλήμματα που ακολούθησαν στο δημόσιο διάλογο που ταλανίζουν τον πολιτικό ανταγωνισμό μέχρι σήμερα: «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», «επαναδιαπραγμάτευση του χρέους», «λιτότητα – ανάπτυξη». Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά απ’ αυτούς τους κλυδωνισμούς στη φαντασιακή συγκρότηση του πολιτικού, οι οποίοι διαμηνύουν το εδώ και χρόνια εξαγγελθέν «τέλος της Μεταπολίτευσης», θα μπορούσε κάποιος εύκολα να διαβεβαιώσει πως η λαϊκίστικη τάση της Πλατείας Συντάγματος φτάνει στην επιδιωκόμενη γι’ αυτήν κορύφωσή της: την κυβερνητική συνεργασία Συ.Ριζ.Α. και Ανεξάρτητων Ελλήνων.
Παραπάνω από ένας μήνας έχει περάσει και η νέα κυβέρνηση ήδη, όπως ήταν αναμενόμενο, δείχνει ανίκανη στη χαλιναγώγηση της άγριας επίθεσης του κεφαλαίου και των ωμών εκβιασμών της πολιτικής ολιγαρχίας που, για λόγους ευγενείας, τους ονομάζουμε «διαπραγμάτευση». Οπότε μπορούμε να φανταστούμε τι θα επακολουθήσει κατά τον Ιούνη, όταν το μεγάλο διαπραγματευτικό χαρτί, η νωπή λαϊκή εντολή θ’ αρχίσει να μπαγιατεύει. Σίγουρα στο ενδιάμεσο να δοθούν ορισμένα ψίχουλα εν είδει κρατικής φιλανθρωπίας προκειμένου οι ριζοσπάστες να βαυκαλίζονται για το τέλος της λιτότητας ή την αντεπίθεση στον νεοφιλελευθερισμό. Βέβαια αυτή η δονκιχωτική μάχη έχει και θα έχει σύμμαχο την ευρύτερη κοινωνική λιποταξία απ’ το πολιτικό ζήτημα. Επομένως, ακόμη και για τη χειρότερη των εξελίξεων πιθανότατα ένα αποφασιστικό κομμάτι της κοινωνίας δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα και να ανησυχεί, καθότι δεν τρέφει και τρομερές αυταπάτες ότι υπό αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαν να γίνουν «θαύματα»· η σχιζοφρένεια και η απόγνωση που έφερε ο νεοφιλελευθερισμός αρχίζουν να εμπεδώνονται, να κανονικοποιούνται· there is no alternative.
Άλλωστε, κύριο μέλημα ενός πλειοψηφικού ρεύματος της κοινωνίας ήταν και είναι, όπως ήδη ειπώθηκε, «να φύγουν αυτοί» ή, έστω, «να δούμε και κάτι καινούριο». Από τη στιγμή που το εκλογικό σώμα ταυτίζει την πολιτική στάση με την καταναλωτική συμπεριφορά, τότε εύλογο είναι πως υπό το άγχος μην αφήσουμε κάποια ευκαιρία να μας προσπεράσει και κάποια ηδονή να μείνει ανεκμετάλλευτη, θα πρέπει «να τους δοκιμάσουμε κι αυτούς»: η πολιτική αυτομάτως υποβιβάζεται σε κάτι μεταξύ τηλεοπτικού show και ζητήματος καλαισθητικής κρίσης, γευσιγνωσίας. Αυτό όμως που μένει επιτέλους να διατυπωθεί από όσους ενδιαφέρονται για την πολιτική ζωή αυτού του τόπου είναι πού οδήγησε τελικά η «ψήφος ανοχής» που δόθηκε στον Συ.Ριζ.Α. απ’ τα κοινωνικά κινήματα εδώ και κοντά τρία χρόνια, και τη στιγμή που οι σύντροφοι της Κουμουνδούρου πανηγυρίζουν μεθυσμένοι για την «κυβέρνηση της Αριστεράς» -με μια χείρα βοηθείας απ’ την αντιμνημονιακή Δεξιά– να γίνει και μια εκλογοαπολογιστική συνέλευση και στους κόλπους των κινημάτων.
Το κίνημα και η γραφειοκρατικοποίησή του
Είναι κοινός τόπος πλέον στις αναλύσεις που γίνονται απ’ την πλευρά των «από τα κάτω», ότι υπάρχει ένα γενικευμένο λίμνασμα της αδιαμεσολάβητης πολιτικής δράσης και των κινηματικών διαδικασιών εν γένει την τελευταία τριετία – μετά τον Φλεβάρη του 2012 και κυρίως από το καλοκαίρι του 2012 κι έπειτα που για πρώτη φορά είχαμε την εκτόξευση των ποσοστών του Συ.Ριζ.Α. Από κει και πέρα, όποιες προσπάθειες κι αν έγιναν γρήγορα καταδικάστηκαν στην αφάνεια ενώ τις περισσότερες φορές η ανοργανωσιά δεν έφερε καν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα παρά τη μαζικότητα: από τις απεργιακές κινητοποιήσεις που δεν απέτρεψαν κανένα νομοσχέδιο απ’ το να μην ψηφιστεί, το αντιφασιστικό κίνημα που δεν έριξε τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής, τα διάφορα SOS-κινήματα, τις προοδευτικές συμμαχίες των «ΟΧΙ-το-ένα», «ΟΧΙ-το-άλλο» και την αλληλεγγύη προς πάσα κατεύθυνση η κατάσταση μπορούμε να πούμε χειροτέρευσε ραγδαία. Σ’ αυτά κάλλιστα θα μπορούσε να προστεθεί ο εσωτερικός αλληλοσπαραγμός και ο ναρκισσισμός του «ποιος είναι ικανός να παίξει τον ρόλο της αξιόπιστης πρωτοπορίας» αντί να συγκροτηθούν δημοκρατικές συντονιστικές επιτροπές μεταξύ ίσων προκειμένου να υπάρξει μια οργάνωση και μια πολιτική δέσμευση της κάθε ομάδας, κοινωνικής συσσωμάτωσης, πολιτικής οργάνωσης, του κάθε σωματείου, συνδικάτου, καταναλωτικού συνεταιρισμού εντός ενός συγκεκριμένου καταστατικού πλαισίου αρχών και ενός συντακτικού σχεδίου για τις δυνατότητες μιας άλλης κοινωνίας. Όχι τυχαία, αυτή την παρακμή και εξουθένωση εκμεταλλεύτηκε ο Συ.Ριζ.Α. και αυτήν την παρακμή επιθυμούσε ανέκαθεν η ηγεσία του να διαχειριστεί. Ενώ τα κινήματα παίξανε όλα τα δοκιμασμένα σενάρια διαμαρτυρίας αδυνατώντας να κατανοήσουν ότι το «κοινωνικό συμβόλαιο» έσπασε απ’ την πλευρά των εγχώριων και ευρωπαϊκών ολιγαρχικών δυνάμεων τότε, λόγω έλλειψης σθένους, οράματος και απουσίας μιας έστω και υποτυπώδους οργάνωσης και θετικής πρότασης για το παρόν και το μέλλον, στράφηκαν μαζικά και άνευ απαιτήσεων προς τον Συ.Ριζ.Α. παραδίδοντάς του τα κλειδιά της αντίστασης και αναθέτοντάς του να λύσει όλα τα προβλήματα.
Αυτή η στάση δείχνει καθαρά την αδυναμία των κοινωνικών κινημάτων που αναδύθηκαν τα τελευταία χρόνια να συγκροτηθούν σε πολιτικό υποκείμενο όπου το καθένα θα υπερβεί τη λογική της ικανοποίησης των συντεχνιακών του αιτημάτων και θα προσανατολίσει τις δραστηριότητές του προς τον συλλογικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αν θα μπορούσαμε να διδαχτούμε κάτι από αυτή την εξέλιξη είναι δύο πράγματα: α) καταρχήν ότι από το μερικό, όπως είναι ο αντιφασισμός, οι οικονομικές διεκδικήσεις, οι περιβαλλοντολογικές ευαισθησίες, η αλληλεγγύη προς ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, ο ακτιβισμός εν γένει κ.α., δεν υπάρχει δίοδος μετάβασης προς το καθολικό, δηλαδή στους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αλλάξει η πολιτική οργάνωση της κοινωνίας ως σύνολο β) η κλασική, χριστιανικών καταβολών και ντετερμινιστική αντίληψη ότι οι καταπιεσμένοι επαναστατούν όταν υποτιμάται το βιοτικό τους επίπεδο· η επαναστατική προοπτική μάλλον καθορίζεται από άλλους παράγοντες και όχι από την οικονομική αδικία, οπότε όσοι ευαγγελίζονται την ταυτότητα του επαναστάτη για τον εαυτό τους μάλλον θα έπρεπε να αναπροσδιορίσουν το περιεχόμενο του πολιτικού τους προβληματισμού.
Βέβαια όλη αυτή η διαδικασία δεν συνέβη στο κενό· σίγουρα η στρατηγική του σοκ και η βαθιά αναδιάρθρωση του συλλογικού βίου σε κάθε επίπεδο τα τελευταία χρόνια που σημαδεύτηκαν απ’ το πραξικόπημα της αριστοκρατίας του χρήματος και της πολιτικής ολιγαρχίας συνέβαλλε τα μέγιστα σ’ αυτήν την υποχώρηση της πολιτικής και την παράλληλη κατάσταση ενδοσκόπησης και ενασχόλησης του κάθε ατόμου ή ομάδας με «τα του οίκου». Κάπως έτσι φτάσαμε σ’ αυτόν τον ολοκληρωτικό κατακερματισμό και στη μετάβαση απ’ το «δημόσιο αγαθό» στα «ατομικά συμφέροντα». Η τακτική της Αριστεράς εδώ ήταν υποδειγματική: καταρχήν διαμέσου της ουδετεροποίησης του λαϊκισμού εκ μέρους των οργανικών της διανοουμένων ως ριζοσπαστική και προοδευτική απάντηση στον τεχνοκρατισμό και κατ’ επέκταση διαμέσου του περάσματος από τη θεωρία του λαϊκισμού στην πράξη, δηλαδή στην εξίσωση του γενικού συμφέροντος με το άθροισμα των ατομικών συμφερόντων· μ’ αυτόν τον τρόπο, οι διάφορες ομάδες πίεσης που διεκδικούν ή απαιτούν από μια κυβέρνηση αποκλειστικά την ικανοποίηση των αιτημάτων τους δίχως να προτάσσουν μια ευρύτερη εικόνα για την κοινωνία ή για κάποιο συγκεκριμένο συλλογικό υποκείμενο βαφτίζονται με την αφηρημένη έννοια του «λαού» το οποίο τις περισσότερες φορές σημαίνει τα πάντα και τίποτα. Στον βαθμό όμως που τα ατομικά συμφέροντα τυγχάνουν αυτής της μεταμφίεσης, και στον βαθμό που κάθε ομάδα επιθυμεί με οποιοδήποτε τρόπο την ικανοποίηση απλώς των συμφερόντων της τότε η πολιτική δράση απογυμνώνεται από κάθε νόημα και, επομένως, η ανάθεση έρχεται να ενδύσει αυτή τη γύμνια.
Η κατάσταση που έχει μέχρι στιγμής διαμορφωθεί τόσο στους κόλπους των βουλιαγμένων κοινωνικών κινημάτων όσο και στους κόλπους της κοινωνίας έχει περίπου ως εξής: οι άνεργοι ευελπιστούν ότι θα ανοίξουν νέες θέσεις εργασίας, οι εργαζόμενοι ευελπιστούν ότι θα πάει ο κατώτατος στα 751 και ότι θα επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις, οι συνταξιούχοι ευελπιστούν ότι θα γίνει κάτι με τα όρια ηλικίας και τα επίπεδα των συντάξεων, οι μικροεπιχειρηματίες και οι ιδιοκτήτες ακινήτων ευελπιστούν ότι θα πάρουν μια κάποια φορολογική ανάσα, οι εξαθλιωμένοι ευελπιστούν για λίγα παραπάνω συσσίτια, οι δημοσιογράφοι της ΕΡΤ, οι καθαρίστριες, οι σχολικοί φύλακες και όσοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα ευελπιστούν στην επαναπρόσληψή τους, οι αναρχικοί ευελπιστούν να μετριαστεί η καταστολή, οι δανειστές και οι ολιγάρχες ευελπιστούν ότι δεν θα υπάρξει καμιά σύγκρουση αναφορικά με τις δεσμεύσεις του ελληνικού Κράτους, τη δανειακή σύμβαση του χρέους και το Ευρώ. Μέσα σ’ αυτά να προσθέσουμε την αδιαφορία της μιας κοινωνικής κατηγορίας για την άλλη και την αδιαφορία όλων προς τις δυνατότητες νέων τρόπων διακυβέρνησης που τόσο θα διασφαλίζουν μέσω του απαραίτητου θεσμικού υπόβαθρου πως τα συλλογικά προβλήματα θα λύνονται με δίκαιο για όλους τρόπο όσο και θα προσφέρουν γόνιμο έδαφος για την ανάδυση μιας νέας πολιτικής αρετής ελεύθερων ανθρώπων ικανών να επωμιστούν τις ευθύνες για τις πράξεις τους δίχως την ανάγκη ύπαρξης κάποιας διαχωρισμένης πολιτικής οντότητας.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, ο προβληματισμός εδώ δεν υπονοεί ότι κακώς υπάρχουν αυτά τα αιτήματα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι περισσότεροι έχουμε συντριβεί και εξαντληθεί οικονομικά τα τελευταία χρόνια. Ο προβληματισμός μάλλον προσπαθεί αφενός να διερωτηθεί «τι είναι αυτό που οδήγησε σ’ αυτόν τον συμβιβασμό των πολιτικών και κινηματικών δυνάμεων με την επιλογή τους να στηρίξουν έμμεσα ή άμεσα τον Συ.Ριζ.Α.» και αφετέρου να διαβεβαιώσει πως η διορθωτική δικαιοσύνη που επαγγέλλεται η νέα «κυβέρνηση όλων των Ελλήνων», όσο καλοδεχούμενη κι αν είναι, δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική χειραφέτηση του ανθρώπου. Άλλο διόρθωση και υπεράσπιση των οικονομικών κεκτημένων και άλλο αλλαγή των πολιτικών δομών και νέες μορφές διακυβέρνησης των ανθρώπων. Και δυστυχώς αυτή η συνταύτιση είναι που θολώνει το τοπίο του πολιτικού ζητήματος και διαστρεβλώνει τις προϋποθέσεις να ενεργήσουμε ως πολιτικά όντα. Γι’ αυτό και ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων έχει φθαρεί, επειδή απλώς έχουν καταντήσει να συνιστούν μια μικρογραφία της κοινωνικής πραγματικότητας δίχως πρόταγμα και θεσμισμένες ηθικο-πολιτικές πρακτικές, επιδιώκοντας τελικά απλώς την ικανοποίηση των αναγκών τους. Η εμφάνιση του Συ.Ριζ.Α. στο πολιτικό προσκήνιο είναι γεγονός επειδή έρχεται ακριβώς να πατήσει σ’ αυτόν τον ιστορικό συμβιβασμό και να τον επικυρώσει, προσπαθώντας παράλληλα να διαγράψει κατά το δυνατόν απ’ τη συλλογική μνήμη το πολιτικό ζήτημα που διατυπώθηκε, έστω και εν σπέρματι, ρητά στο «κίνημα των πλατειών» όπως αναφέρθηκε και στην αρχή αυτού του κειμένου – βέβαια, όχι χωρίς την απαραίτητη συναίνεση των ίδιων των «από τα κάτω» και των «αμεσοδημοκρατών».
Η κυβέρνηση της Αριστεράς
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα σιωπηρής συναίνεσης που χαρακτηρίζει τους φορείς της πολιτικής δράσης, και πέρα από κάποιες υποχρεωτικές και άνευ νοήματος τελετουργίες που έρχονται να ξορκίσουν το «Κακό» (συγκέντρωση του Κ.Κ.Ε. στο Σύνταγμα, διαμαρτυρίες έξω απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, αντικρατική πορεία των αναρχικών κ.ο.κ.), έρχεται η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς. Έχοντας μια κοινωνία ποδοπατημένη που το μόνο που δείχνει να ζητάει είναι την ησυχία της, το έργο αυτής της κυβέρνησης δεν θα ‘ναι ιδιαίτερα δύσκολο ως προς τις τακτικές εφησυχασμού της κοινής γνώμης και πιθανότατα θα χωριστεί σε δυο βασικούς πυλώνες: τον επικοινωνιακό και τον διαχειριστικό.
Προς τέρψιν των αριστερών και των επαναστατημένων τηλεθεατών θα υπάρξει αναμφισβήτητα μια αριστερή επικοινωνιακή πολιτική που θα επεκτείνεται από τους «όρκους του Βουνού» όπως έκανε η Ρένα Δούρου κατά την ορκωμοσία της ως Περιφερειάρχης Αττικής, με τους πανηγυρισμούς υπό τον ύμνο της ΕΛΑΣ όπως έκανε ο βουλευτής Κώστας Λαπαβίτσας, τους φόρους τιμής προς τους πεσόντες της Καισαριανής, τις σφιχτές γροθιές στον αέρα να υπενθυμίζουν τον Λένιν και τον Τρότσκι, τα σφυροδρέπανα και τις bandiere rosse στις φιλοκυβερνητικές συγκεντρώσεις, τη νεκρανάσταση της κάθε ξεχασμένης απ’ την Ιστορία αριστερίστικης γκρούπας στην Ευρώπη που βαυκαλίζεται ότι στην Ελλάδα πραγματοποιείται καμιά επανάσταση, τους βαρουφάκειους τσαμπουκάδες στους νεοφιλελεύθερους λύκους, μέχρι το κόκκινο φόντο στις αίθουσες τύπου, τις υπογραφές κειμένων εκ μέρους των προοδευτικών διανοουμένων παγκοσμίως και τις προσκλήσεις του Σλάβοϊ Ζίζεκ, του Νόαμ Τσόμσκι και της Τζούντιθ Μπάτλερ σε εκδηλώσεις και συνέδρια για μια άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα. Πρόκειται για την κατασκευή μιας βιομηχανίας πολιτισμικής ανακύκλωσης όπου η αυτοκρατορία της πολιτικής ανάθεσης θα λειτουργεί σαν μοντέλο προσομοίωσης του επαναστατικού πράττειν.
Κι όσο οι ριζοσπάστες θα τρέφουν την ανεπάρκειά τους με ιδεολογία, ο Συ.Ριζ.Α. θα πρέπει να διαχειριστεί τον κρατικό μηχανισμό και να επανεκκινήσει με κάποιον τρόπο την καπιταλιστική οικονομία. Έτσι, είτε το θέλει είτε όχι θα χτίζει το προφίλ της υπεύθυνης Αριστεράς που είναι πρόθυμη να χρηματοδοτήσει Μελισσανίδη και λοιπούς να κάνουν «business as usual», θα φέρει την «ανάπτυξη» στο λιμάνι του Πειραιά, θα καθησυχάζει τους δημοσιογράφους, θα συνασπιστεί με την Εκκλησία, θα διαβεβαιώνει στους ανθρώπους των Αγορών πως τίποτα δεν θα πάει στραβά (άλλωστε δεν ήρθε δα και κανένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που θ’ ανατρέψει τον καπιταλισμό!), και το ευρώ, πάνω απ’ όλα το ευρώ δεν κινδυνεύει από τις στοιχειώδεις πρώτες βοήθειες στα καθημαγμένα πρώην μικρομεσαία στρώματα. Λέγεται διαρκώς τον τελευταίο καιρό πως ζούμε μια ιστορική στιγμή. Όντως. Πρόκειται για τη στιγμή της αριστερής διακυβέρνησης του καπιταλισμού. Μόνο που δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σύμφωνα με τα λόγια του γερο-Μαρξ, ακριβώς επειδή αυτή η ιστορική στιγμή έχει επαναληφθεί 2 με 3 φορές ακόμα στην Ιστορία του 19ου και 20ου αιώνα, πλέον δεν πρόκειται περί αυθεντικής ανάδυσης ενός γεγονότος άνευ προηγουμένου αλλά περί φάρσας. Διότι η «παραγωγική ανασυγκρότηση» ως επιστροφή στην προ κρίσης εποχή θα αναχαιτιστεί τόσο από τους μηχανισμούς εξουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και από τους βαρόνους του τραπεζικού συστήματος, τους κεφαλαιοκατόχους και τους υποψήφιους επενδυτές. Και οι διοικητικού τύπου μεταρρυθμίσεις κοινωνικού και πολιτισμικού φιλελευθερισμού που προτείνει ο Συ.Ριζ.Α. ως προϋποθέσεις για τον εξορθολογισμό και την τακτοποίηση του Κράτους πιθανότατα δεν θα κατευνάσουν τους ανοιχτούς εκβιασμούς του κεφαλαίου αν δεν καταστούν αυτομάτως αποδοτικές οικονομικά, αν δεν καταφέρουν με άλλα λόγια να εντείνουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό των «από τα κάτω» αποσυμπιέζοντας ακόμη περισσότερο την αυτοϋποτίμησή τους έστω και με πλάγιους τρόπους.
Μέχρι στιγμής, το κυβερνητικό apparatus του Τσίπρα δείχνει να τα πηγαίνει καλά τόσο στο επικοινωνιακό όσο και στο διαχειριστικό κομμάτι, αν είναι να κρίνουμε τις καταστάσεις μέσα απ’ το κλίμα αυτής της άνευ όρων υπομονής στις τάξεις των ψηφοφόρων αλλά και της σχετικής επιδοκιμασίας στα δελτία των 8, όπου ο Πρωτοσάλτε, ο Παπαδημητρίου και ο Πρετεντέρης, παρά τις όποιες κριτικές στις λεπτομέρειες, δείχνουν να πιστεύουν στη νέα κυβέρνηση και στη στροφή στον ρεαλισμό. Έτσι έχουμε αφενός επικοινωνιακά το cool, ανέμελο και νεανικό προφίλ της κυβέρνησης που δείχνει να είναι ελκυστικό στους μεταμοντέρνους, κοσμοπολίτες μικροαστούς ή τον αναίμακτο και δίχως πολιτικές επιπτώσεις επαναστατισμό του Μηλιού, του Γλέζου και του Λαπαβίτσα για να ικανοποιηθούν οι απαιτητικοί αριστεροί και αφετέρου έχουμε την υλική κατοχύρωση και τη συμβολική επισφράγιση, στο πολιτικό επίπεδο, της νέας πραγματικότητας στη χώρα: το χρέος της χώρας τελικά αναγνωρίζεται ως βιώσιμο – τουλάχιστον μέχρι ν’ ανέβουν οι PODEMOS στην εξουσία–, οι ρυθμίσεις στα χρέη και η αναγκαιότητα για την αποπληρωμή τους από την πλευρά των υποτελών («πατριωτικό καθήκον» ο ΕΝΦΙΑ!) σημαίνει πως όλη αυτή η υπερχρέωση των «από τα κάτω» τα τελευταία πέντε χρόνια εξαιτίας της υπερφορολόγησης των πολιτών από τα μνημονιακά μέτρα αναγνωρίζεται από την κυβέρνηση της Αριστεράς ως ηθική και νόμιμη με την υποσημείωση μιας κάποιας διευκόλυνσης, η διαγραφή όλων των άγριων νεοφιλελεύθερων μέτρων με ένα μόνο νόμο έχει ξεχαστεί, ο ευρωμονόδρομος είναι γεγονός, η Βουλή θα συνεχίσει να παρακάμπτεται με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ενώ ο περίφημος 4ος Πυλώνας του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης περί «εκδημοκρατισμού του Κράτους», «αποκέντρωσης της εξουσίας» και δυνατότητας για «λαϊκές πρωτοβουλίες για διεξαγωγή δημοψηφισμάτων» δεν συζητιέται καν ίσως και γιατί δεν αφορά μάλλον κανέναν.
Η δημοκρατία και το ζήτημα της εξουσίας
Ο παραγκωνισμός οποιουδήποτε διαλόγου γύρω απ’ το ζήτημα της εξουσίας δείχνει πραγματικά την υποχώρηση του πολιτικού ή μάλλον, από τη στιγμή που διαφαίνεται αυτός ο λανθάνων ιστορικός συμβιβασμός μεταξύ κοινωνίας, κοινωνικών κινημάτων και Αριστεράς, της διαβεβαίωσης ότι η πολιτική λύση είναι ο Συ.Ριζ.Α. Επομένως, με το πολιτικό ζήτημα διευθετημένο, το μόνο που απομένει είναι να εγγυηθεί εκ νέου το κομματικό μοντέλο διακυβέρνησης μέσω του κοινοβουλευτισμού την έξοδο από το οικονομικό αδιέξοδο. Με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού ότι το κόμμα του και η κοινοβουλευτική του ομάδα θα υπερασπιστούν «κάθε λέξη του Συντάγματος» μπορούμε να πούμε ότι μπαίνει, έστω και προσωρινά, ένα τέλος στην «κρίση της αντιπροσώπευσης και του κοινοβουλευτισμού». Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης μόλις τελείωσε· πλέον, τα κεφάλια μέσα, ξαναμπαίνουμε σιγά σιγά σε τροχιά πολιτικού αυτοματισμού με το κοινοβούλιο και το κυβερνητικό σχήμα να έχουν όλη την εξουσία και τους πολίτες να υποβιβάζονται εκ νέου σε καταναλωτές, ψηφοφόροι και φορολογούμενοι.
Αν υπάρχει μια ιστορική ιδιαιτερότητα σ’ αυτή τη νέα συνθήκη, της οποίας τις ρίζες μπορούμε να βρούμε στην άνοδο της μετανεωτερικότητας και στο «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων» και του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, είναι πως για πρώτη φορά τόσο η Αριστερά όσο και τα κινήματα (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δεν έχουν ένα πρόγραμμα εξουσίας, που να τους διακρίνει ριζικά απ’ τους πολιτικούς αντιπάλους της φιλελεύθερης Δεξιάς, ένα πρόγραμμα με άλλα λόγια μεταβατικής εξόδου απ’ τον καπιταλισμό που να σκοπεύει στην χειραφέτηση και την αυτεξουσιότητα των ανθρώπων. Ακόμα και οι λενινιστικές υπόνοιες περί εργαλειακής κατάληψης της κρατικής εξουσίας από τον Συ.Ριζ.Α. προκειμένου να ξεκινήσει η νέα χρυσή εποχή της ελευθερίας και του δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν έχουν καμιά πραγματική βάση. Η Αριστερά σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και σχεδόν παντού στον κόσμο, το μόνο που επιδιώκει είναι να διαχειριστεί με λίγο πιο ανθρώπινο τρόπο την ακραία εξαθλίωση και τη φτωχοποίηση, σίγουρα όχι να διαπαιδαγωγήσει ελεύθερους πολίτες, δημόσια ηθικά πρόσωπα. Από τη «διακυβέρνηση των ανθρώπων» περνάμε στη «διαχείριση των πραγμάτων».
Ίσως μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες, οι λόγοι που θα έκαναν κάποιον να ψηφίσει Αριστερά να στηριζόταν στην πολιτική του στράτευση γύρω απ’ τον μετασχηματισμό της εξουσίας, για τη δημιουργία ενός καθεστώτος με περισσότερες ελευθερίες, ανεκτικότητα και δικαιότερη νομή της εξουσίας στο σώμα των πολιτών. Δεν βρισκόμαστε πλέον εκεί. Και αυτό φαίνεται με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο στην εθελούσια απαλλοτρίωση της όποιας αντι-εξουσίας μπορεί να είχαν τα κοινωνικά κινήματα στην προ-Συ.Ριζ.Α. εποχή και εν μια νυκτί να μετατρέπονται από κοινότητες αντίστασης και αυτοθέσμισης σε πρώην αντιπολιτευτικές και νυν φιλοκυβερνητικές δυνάμεις. Και αυτή η αποκάλυψη δείχνει την παντελή απουσία μιας πολιτικής αυτοσυνειδησίας και εικόνας των περισσότερων κοινωνικών κινημάτων που αναδύθηκαν στην Ελλάδα της κρίσης που θα έδινε το έναυσμα ώστε να παίξουν τον ρόλο όχι απλώς του τελετουργικού αριστερισμού της καταγγελίας αλλά να δημιουργήσουν μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία, να κυοφορήσουν το νέο μέσα στο παλιό και να αρχίσουν να θέτουν ερωτήματα ουσίας για τον τρόπο που θα μπορούσε αυτή η νέα φαντασιακή θέσμιση να διαδεχτεί τη σημερινή παρακμή: «ποιος αποφασίζει;», «τι αποφασίζει;», «με ποιους τρόπους αποφασίζει;».
Αυτή η αδυναμία των κοινωνικών κινημάτων, του αντιεξουσιαστικού χώρου και όλων των πρωτοβουλιών για την άμεση δημοκρατία και την αυτοδιεύθυνση να μετατραπούν από μεταεφηβικές αφορμαλιστικές αδελφότητες σε πολιτικό υποκείμενο έχει οδηγήσει στη σημερινή αναδίπλωση, υποχώρηση και παραίτηση. Με την ιδεολογική και εργαλειακή χρήση της (άμεσης) δημοκρατίας εδώ και αρκετά χρόνια το στοίχημα τελικά ήταν η αποθέωση της διαδικασίας και η χαρά της συμμετοχής και όχι η απάντηση των υπαρκτών και συγκεκριμένων προβλημάτων των συμμετεχόντων και της υπόλοιπης κοινωνίας. Οπότε, όταν προέκυπτε κάποιο πραγματικό δίλημμα ή μια εσωτερική αντίφαση στο δημοκρατικό κίνημα, αυτό συνήθιζε να αναθέτει τη λύση της στο Κράτος. Έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε με την πλήρη ανικανότητα του υπό διάλυση δημοκρατικού κινήματος να απαντήσει στα ζωτικής σημασίας διλήμματα που καθορίζουν τις ζωές των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει απ’ τα ιδανικά του, να διατηρεί τη δημοκρατία υπόθεση «ομοϊδεατών» (ακάθαρτων αμεσοδημοκρατών, αριστερών και αντιεξουσιαστών) για άνευ σημασίας ζητήματα και να περιοριστεί σε μια αριστερή αντιπολίτευση – όπως κάνει μέχρι και σήμερα.
Αυτή η περιθωριοποίηση της δημοκρατίας έπληξε ανεπανάληπτα τον πολιτικό λόγο και το ίδιο το περιεχόμενο της δράσης των κινημάτων. Και αν υπάρχει κάποια τύχη να ξαναγεννηθεί ένα κίνημα το οποίο θα βρει το θάρρος και το σθένος να θέσει το επαναστατικό ζήτημα, το ζήτημα με άλλα λόγια της τροπικότητας της εξουσίας αυτό θα γίνει μόνο εφόσον αυτό το κίνημα αποκτήσει πολιτικά και πολιτειακά χαρακτηριστικά και ξαναθέσει τη δημοκρατία ως πρόταγμα συνολικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στο πολιτικό, οικονομικό, ηθικό, ψυχολογικό επίπεδο· εκεί, με άλλα λόγια, όπου το άτομο απελευθερώνει τις δυνάμεις του μέσα στον κοινό χώρο της πράξης και της ομιλίας. Όσο όμως τα κινήματα δεν οικοδομούν από τώρα την αναπαράσταση μιας δημοκρατικής κοινωνίας, όσο δεν προτάσσουν αυτή την εικόνα στην εσωτερική τους οργάνωση και την ομοσπονδιακή συνεργασία τους και όσο δεν προωθούν πολιτειακές αλλαγές εκδημοκρατισμού, τότε τα πράγματα θα παραμείνουν ως έχουν, να περιοριζόμαστε δηλαδή να καταγγέλλουμε την κυβέρνηση που δεν εφαρμόζει τις προγραμματικές τις θέσεις ή που δεν είναι τόσο φιλελεύθερη και ανοιχτόμυαλη όσο θα θέλαμε.
* Το παρόν κείμενο γράφτηκε λίγες μέρες μετά τις εκλογές της 25ης Γενάρη 2015. Η ευφορία εκείνων των ημερών ότι η Ελλάδα και η Ευρώπη αλλάζουν, η κρυφή γοητεία των νέων κυβερνώντων και οι φιλοκυβερνητικές ανάσες αξιοπρέπειας οδήγησαν το κείμενο στο συρτάρι. Πλέον που η σκόνη έχει καθίσει και αρχίζουμε σιγά σιγά να συνερχόμαστε απ’ το εκλογικό hangover, ίσως να βρεθούν και ευήκοα ώτα που να συμμερίζονται τους προβληματισμούς του κειμένου χωρίς να προβούν στις απαραίτητες τελετουργίες κατηγοριοποίησης των απόψεων που εκφράζονται ως «φασιστικές», «σαμαρικές» και «ελιτίστικες». Έγιναν γι’ αυτόν τον λόγο κάποιες επικαιροποιήσεις που φέρνουν το κείμενο λίγο πιο κοντά στα νέα δεδομένα, ενώ κατά τ’ άλλα ο κορμός του προβληματισμού έμεινε άθικτος.