HOME » ΕΠΙΚΑΙΡΑ » ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!!! » ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ » Κάτω οι γραφειοκρατίες πάνω οι πλατείες Vol 2

Κάτω οι γραφειοκρατίες πάνω οι πλατείες Vol 2

Αναδημοσίευση από Πρόταγμα

άγνωστοι καλλιτέχνεςΕδώ και λίγες μέρες, αρχής γενομένης από την 3η Σεπτεμβρίου, το κίνημα της πλατείας Συντάγματος προσπαθεί να ανασυνταχθεί και να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε, κατά τα τέλη του περασμένου Ιουλίου, όταν και η μεγαλύτερη μάζα του κόσμου προτίμησε τα «μπάνια του λαού», αφήνοντας μόνο ορισμένους ηρωικούς πιστούς να συνεχίζουν τις συνελεύσεις.

Εν αναμονή των περαιτέρω εξελίξεων, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας σε ένα πρόβλημα που ταλάνισε αρκετά τη λειτουργία των συνελευσιακών διαδικασιών της πλατείας, όλον αυτό τον καιρό. Πρόκειται για ένα ζήτημα που απασχόλησε από την πρώτη κιόλας μέρα τη συνέλευση και τον κόσμο που συμμετείχε, το οποίο ωστόσο δεν αντιμετωπίστηκε με σωστό και αποτελεσματικό τρόπο. Δεδομένου ότι κι εμείς, σε ό,τι μας αφορά, στηρίζουμε το κίνημα και συμμετέχουμε στις διαδικασίες του, θέλουμε να καταθέσουμε ορισμένες σκέψεις σχετικά με το ζήτημα της παρέμβασης των αριστερών οργανώσεων, του ρόλου τους και των συνεπειών τους, όπως τις βιώσαμε και από πρώτο χέρι, μέσα στη συνέλευση και ορισμένες από τις Θεματικές Ομάδες της πλατείας. Το γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχικού ή ελευθεριακού, γενικότερα, χώρου σνομπάρει το κίνημα, έχει επιτρέψει στους αριστεριστές να ενεργούν ανενόχλητα, εφόσον δεν έχουν να αντιμετωπίσουν καμία οργανωμένη κριτική. Έτσι, πράγματα αυτονόητα, όπως η κριτική στις γραφειοκρατικές μεθόδους και τις ραδιουργίες των αριστεριστικών γκρουπούσκουλων, δεν έχουν ακόμα ειπωθεί πουθενά με τρόπο ανοιχτό και συνεκτικό, εφόσον περισσότερες ελευθεριακές κριτικές διαβάζουμε ενάντια στο κίνημα συνολικά παρά ενάντια στους γραφειοκράτες που προσπαθούν να το καπελώσουν[1].

Αντ.αρ.συ.α Εν.αντι.α στο Σύνταγμα

Εμείς έτυχε να αντιμετωπίσουμε ορισμένα άγουρα φοιτητικά στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που προσπάθησαν, με κάθε τρόπο, να επιβάλλουν ένα κείμενό τους στη Θεματική Ομάδα Πολιτικής. Επρόκειτο για τη θεματική που ήταν επιφορτισμένη να συντάξει και να προτείνει στην κεντρική συνέλευση ένα κείμενο που θα μπορούσε, στη συνέχεια, αν το ψήφιζε η κεντρική συνέλευση της πλατείας, να αποτελέσει την κεντρική πολιτική διακήρυξη του Συντάγματος. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, το μικροπολιτικό διακύβευμα ήταν μεγάλο και «οι Ούνοι του Μάη και του Ιούνη» (όπως λέει και το περίφημο σύνθημα των ΕΑΑΚ) -καθοδηγούμενοι διακριτικά από ορισμένα στελέχη της παλαιάς φρουράς- ήταν αποφασισμένοι να περάσουν το δικό τους κείμενο ως δήθεν πρόταση της Θεματικής Πολιτικής. Μετά από μια πρώτη αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, τελικά έφεραν γύρω στα 30 «μιλημένα» άτομα, την ημέρα της ψηφοφορίας επί των κειμένων που είχαν προταθεί, ώστε να περάσει το κείμενό τους, πράγμα που τελικά συνέβη. Μάλιστα, για να έχουν κάλυψη -εφόσον το κείμενό τους ψηφίστηκε με 30 ψήφους περισσότερες από αυτό που ήρθε δεύτερο στην ψηφοφορία!-, ψήφισαν και το κείμενο ενός από τους διάφορους πολυλογάδες ή γραφικούς που εμφανίζονται σε αυτές τις περιπτώσεις. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερα χρήσιμη κίνηση. Διότι, όταν, εν συνεχεία, άρχισαν να εμφανίζονται οι διαδοχικές καταγγελίες για τον τρόπο με τον οποίο (δε) λειτούργησε η Θεματική Πολιτικής, ο εν λόγω τύπος έβγαινε ως μάρτυρας υπέρ της δήθεν καλής και νόμιμης λειτουργίας αυτής της ομάδας, προς τέρψιν των αριστεριστών. Ευτυχώς αυτά τα κόλπα δεν έπιασαν, εφόσον όλος ο υπόλοιπος κόσμος –με πρώτους πρώτους τους ανένταχτους- αποχώρησε από την εν λόγω Θεματική, η οποία έχασε το κύρος της στα μάτια της Λαϊκής Συνέλευσης.

Αυτό βέβαια είναι μόνο ένα από τα πολλά ανάλογα περιστατικά που έχουν λάβει χώρα, καθόλη τη διάρκεια του κινήματος, από διάφορές αριστερές οργανώσεις και όχι μόνο από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε κάθε περίπτωση, η γραμμή που προσπαθεί να περάσει σύσσωμη η αριστερά είναι η αντικατάσταση της άμεσης δημοκρατίας, ως κεντρικού προτάγματος της κινητοποίησης, από τη συμμετοχή στις εκλογές με σκοπό την εκλογή μιας κυβέρνησης «που θα πάρει πίσω τα μνημόνια».

Οι προσχηματικές κριτικές

Αυτό πάντως που έχει σημασία εν προκειμένω δεν είναι τόσο το περιεχόμενο αυτής της γραμμής, όσο ο τρόπος με τον οποίο πήγαν οι εν λόγω οργανώσεις να την περάσουν και να τη φορέσουν καπέλο στην κεντρική συνέλευση. Σε ό,τι μας αφορά, είμαστε αντίθετοι σε αυτή τη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη που βασίζεται στην ιδέα ότι μόνο η κατάληψη της κρατικής εξουσίας από ένα κόμμα μπορεί να επιφέρει τις οποιεσδήποτε επιθυμητές αλλαγές, εφόσον είμαστε από θέση αρχής υπέρ της αυτονομίας και της αυτοοργάνωσης των κοινωνικών κινητοποιήσεων. Ωστόσο, αν η συνέλευση αποφάσιζε δημοκρατικά ότι είναι υπέρ μιας τέτοιας ρεφορμιστικής και σοσιαλδημοκρατικής προσέγγισης, δε θα υπήρχε το πρόβλημα που περιγράφουμε. Ή, για να το θέσουμε καλύτερα, η συγκεκριμένη κριτική μας δεν έχει να κάνει με το ότι επιβλήθηκαν στη συνέλευση απόψεις διαφορετικές από τις δικές μας. Εμάς μας ενδιαφέρει, καταρχάς, η προσπάθεια χειραγώγησης και καπελώματος των συνελευσιακών διαδικασιών και η συστηματική τους υπονόμευση από τους διάφορους γραφειοκρατίσκους. Η κριτική μας εν προκειμένω δεν αφορά τόσο στο περιεχόμενο –το οποίο, θεωρητικά, θα μπορούσε να προκύψει και από μια πραγματικά δημοκρατική διαπάλη και ανταλλαγή ιδεών-, όσο στον τρόπο και τις συμπεριφορές[2]. Αν πράγματι είμαστε με την άμεση δημοκρατία, είμαστε υπέρ της ακόμα κι αν οι συμμετέχοντες πάρουν αποφάσεις με τις οποίες δε συμφωνούμε. Αρκεί αυτές οι αποφάσεις να έχουν παρθεί δημοκρατικά. Αλλιώς η κριτική μας γίνεται υστερόβουλη και προσχηματική και καταλήγει να συκοφαντεί τις κινητοποιήσεις, απλώς επειδή δεν καταφέραμε να είμαστε εμείς αυτοί που θα τις καπελώσουμε ιδεολογικά. Δεν επιμένουμε χωρίς λόγο σε αυτό το σημείο, εφόσον έχουμε στο νου μεγάλο θεωρητικό του ελευθεριακού χώρου που έκανε ακριβώς αυτό το οποίο καταγγέλλουμε, αποδεικνύοντας ότι η γραφειοκρατική υπόσταση κάποιας οργάνωσης δεν έχει να κάνει τόσο -ή, πιο σωστά, μόνο- με το περιεχόμενο των ιδεών της, όσο με τον τρόπο που τις αντιλαμβάνεται και τις προωθεί[3].

Δεδομένου ότι ακόμα και μια τέτοια συμπεριφορά αποτελεί, σύμφωνα με την οπτική μας, σύμπτωμα του ίδιου γραφειοκρατικού σύμπαντος που θεωρούμε εχθρικό προς κάθε δημοκρατικό κίνημα, πιστεύουμε πως το ζήτημα τίθεται ως εξής: είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να παίρνουμε στα σοβαρά οργανώσεις που μιλούν για τη δημοκρατία, όταν καθημερινά, έστω και στο μίζερο μικρόκοσμό τους, δείχνουν πόσο αυταρχικά ενεργούν και πόσο πολύ περιφρονούν τις δημοκρατικές διαδικασίες; Υπό αυτή την έννοια, οι σημερινές κινητοποιήσεις, που ξεπερνούν τα παραδοσιακά πλαίσια, κατά τα οποία οι συμμετέχοντες συνήθως περιορίζονται στα μέλη των αριστερίστικων και αναρχικών ομάδων, μπορούν να χρησιμεύσουν και ως μια αφορμή για τη συζήτηση του προβλήματος της αντιμετώπισης των αριστεριστών. Αρκετοί και αρκετές από εμάς τους έχουμε δει επανειλημμένως να παίζουν τα γραφειοκρατικά τους παιχνίδια σε βάρος τοπικών πρωτοβουλιών, αλλά δεν είπαμε τίποτε, είτε επειδή κρίναμε πως δεν το επέτρεπε ο «συσχετισμός δυνάμεων» είτε επειδή θεωρήσαμε πως προείχε η ενότητα του εγχειρήματος. Σήμερα, όμως, που βλέπουμε ότι στις κινηματικές διαδικασίες συμμετείχε ένα μεγάλο κομμάτι «ανένταχτου» κόσμου, θα πρέπει, αφενός, οι γραφειοκρατικές πρακτικές να καταγγέλλονται δημόσια και ανοιχτά και, αφετέρου, να χρησιμοποιηθούν ως αφορμή για να ξεκινήσει μια κουβέντα σχετικά με το πώς μπορούμε να τις αποκρούουμε.

Ενδεχομένως πολλοί να αναρωτηθούν γιατί επιμένουμε τόσο σε αυτό το ζήτημα, όταν σε επίπεδο «κεντρικής» πολιτικής σκηνής υπάρχουν τόσα άλλα φλέγοντα ζητήματα όπως η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου και οι συνέπειές του, οι αλλαγές στα πανεπιστήμια κ.λπ. Θα απαντούσαμε στην ένσταση λέγοντας ότι η κριτική στις αριστερίστικες πρακτικές δε συνιστά εσωτερικό ζήτημα του «κινήματος», το οποίο, ως τέτοιο, θα όφειλε να περάσει σε δεύτερη μοίρα απέναντι στον αγώνα ενάντια στον «κοινό» εχθρό, όπως συνήθως λένε οι γραφειοκράτες προκειμένου να αποφύγουν την κριτική και τις καταγγελίες. Και το ίδιο ισχύει και για την αντίρρηση: «μα καλά, εδώ το Σύνταγμα έχει αρχίσει να φυλλοροεί, η πλατεία έχει ήδη εκκενωθεί μια φορά με εισαγγελική εντολή και δέχθηκε εντελώς απρόκλητη επίθεση από τα ΜΑΤ την 3η Σεπτεμβρίου κι εσείς ασχολείστε με τους αριστεριστές;». Φυσικά: διότι η δράση των αριστεριστών μπορεί να μην είναι απόλυτα υπεύθυνη για αυτή την εξέλιξη, αλλά σίγουρα σχετίζεται στενά με την απόσυρση του κόσμου.

Το τελευταίο προπύργιο της γραφειοκρατίας

Για εμάς ο αγώνας ενάντια στον αριστερισμό θα πρέπει να θεωρείται κομμάτι του αγώνα ενάντια στο ίδιο το σύστημα. Κι αυτό όχι πάνω στη βάση ενός (ακρο)δεξιού λαϊκισμού που καταλήγει στο ότι «όλοι τα ίδια σκατά είναι, αριστεροί, δεξιοί, όλοι για το χρήμα ενδιαφέρονται», αλλά βάσει μιας ανάλυσης που λέει ότι αυτές οι οργανώσεις αναπαράγουν μέσα στα δημοκρατικά κινήματα τις σχέσεις, τα ήθη και τον τύπο ανθρώπου που καλλιεργούν, αναπαράγουν αλλά και στα οποία βασίζονται για τη διαιώνισή τους οι κυρίαρχοι θεσμοί της εκμετάλλευσης και της ετερονομίας: η ιεραρχία, η γραφειοκρατία, οι αρχηγίσκοι, η παντελής έλλειψη κριτικής σκέψης (ή και σκέψης, απλά) και δημοκρατικής κουλτούρας, ο κομπλεξισμός, η λογική του καπελώματος, το «κομματικό πνεύμα» (που σημαίνει ότι με χαρά κάνουμε οτιδήποτε είναι δυνατό για να σαμποτάρουμε ένα κοινωνικό κίνημα, αν δεν μπορούμε να το ελέγξουμε), ο φιλοτομαρισμός (στα πλαίσια της προσπάθειας ανόδου στην κομματική ιεραρχία), η ανευθυνότητα, η αγένεια, η έλλειψη καλλιέργειας, ο σεξισμός (χρήση της δυνατής φωνής και του πατερναλιστικού-ματσό ύφους με σκοπό την επιβολή επί της ομήγυρης και την τρομοκράτηση των αντίπαλων απόψεων) ή, απλούστερα, η απύθμενη, πολιτική ανοησία. Ο αριστερισμός, υπό αυτή την έννοια, δεν είναι ούτε μια παιδική ασθένεια του κομουνισμού, όπως το έθετε ο Λένιν (ο οποίος, άλλωστε, δεν εννοούσε, με αυτόν τον όρο, τα τσοτσκιστο-σταλινο-μαοϊκά απολιθώματα στα οποία αναφερόμαστε εμείς, αλλά τους συμβουλιακούς κομουνιστές της εποχής του) ούτε και «φάρμακο στη γεροντική του ασθένεια», όπως το έθετε ο Κον Μπεντίντ (πριν γίνει οπαδός του πράσινου καπιταλισμού)· είναι, αντίθετα, το φάρμακο που επιτρέπει στις ιεραρχικές και γραφειοκρατικές κοινωνικές σχέσεις να επιβιώνουν ακόμα και μέσα στο εσωτερικό των κινημάτων που προσπαθούν να τις πολεμήσουν.

Η κατάργηση της αυτοστοχαστικής ικανότητας των κινημάτων

Βασικό γνώρισμα κάθε κινήματος που προσπαθεί να οργανωθεί και να ενεργήσει με αυτόνομο τρόπο, είναι η ικανότητα μιας στοιχειώδους κριτικής σκέψης πάνω σε αυτό που κάνει, πάνω στους στόχους που θέτει και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να τους επιτύχει, πάνω στην επιτυχία ή την αποτυχία των δράσεών του κ.λπ. Μόνο μέσω της σταδιακής ανάπτυξης μιας τέτοιας υπευθυνότητας και ικανότητας αυτοκριτικής είναι δυνατό κομμάτια της μέχρι πρότινος παθητικής κοινωνίας, να μετατραπούν σε ενεργά υποκείμενα που προσπαθούν να οργανώσουν τη ζωή τους πάνω σε μια νέα βάση.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, δεδομένων όσων μόλις είπαμε, ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του αριστερισμού, συνίσταται στην μανιώδη καταπολέμηση κάθε προσπάθειας να αναπτύξουμε ένα τέτοιο πνεύμα υπευθυνότητας. Η γνωστή ρητορεία της αριστεράς σχετικά τις εκάστοτε «νίκες του κινήματος» όπως και η ουσιώδης αλλά και εγγενής -πλέον- ανικανότητά της να σκεφτεί πάνω στην εκάστοτε περιρρέουσα πραγματικότητα, την έχουν αναγκάσει να μη μπορεί να κρίνει και να κατανοήσει πλέον πότε μία κοινωνική κινητοποίηση έχει πρόσημο θετικό, πότε έχει χαρακτήρα «προοδευτικό», και πότε είναι από αδιάφορη ως εχθρική προς τις αξίες της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Αν σε θεωρητικό επίπεδο αυτή η στάση προκαλεί γέλιο –αφού μας οδηγεί να υπερασπιζόμαστε καθαρά αντιδραστικές κοινωνικές ομάδες όπως, π.χ., οι ιδιοκτήτες ταξί (που είναι αφεντικά, δηλαδή εκμεταλλευτές με τη μαρξιστική έννοια του όρου!)-, σε πρακτικό επίπεδο αποτελεί ένδειξη μιας ουσιώδους ανευθυνότητας, η οποία συνοψίζεται στις γνωστές διθυραμβικές κορώνες των αριστεριστών και των αριστεριστριών ομιλητών μετά από κάθε «μεγάλο» κινηματικό γεγονός (μια πορεία που δέχθηκε έντονη καταστολή, μια φοιτητική συνέλευση με θετική έκβαση κ.λπ.). Αυτή η ρητορεία είναι κατάφωρα ψευδής, μιας και δεν αναγνωρίζεται ποτέ η αποτυχία ενός κινήματος να εμποδίσει την ψήφιση ενός νόμου (όπως, π.χ., συνέβη πρόσφατα με το Μεσοπρόθεσμο, την παρεμπόδιση της ψήφισης του οποίου οι αριστεριστές είχαν αναγάγει σε βασικό στόχο της κινητοποίησης του Συντάγματος), αλλά ως το αντίθετό της. Είναι προφανές επίσης ότι γίνεται ξεκάθαρα για ψηφοθηρικούς λόγους, κατά τις εκάστοτε προεκλογικές περιόδους (φοιτητικές, δημοτικές, βουλευτικές κ.λπ.).

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα που δημιουργεί στα κινήματα αυτή η ρητορεία είναι η συσκότιση και η διαστρέβλωση της πραγματικότητας που προκαλεί. Αντί να αναζητηθούν και να αναδειχτούν οι λόγοι για τους οποίους δεν καταφέρνουν –όποτε συμβαίνει αυτό- τα κινήματα να πετύχουν το στόχο τους και να αναζητηθούν οι τρόποι ώστε αυτό να μην επαναληφθεί στο μέλλον, η αριστερά ξεμπερδεύει εύκολα ανακαλύπτοντας «νίκες» στις ήττες. Κι αυτό συμβαίνει γιατί, κατά βάθος, για την αριστερά, νίκη είναι μόνο η μεγέθυνση των οργανώσεών της. Μέσα από την πρακτική της φαίνεται πως εξαρχής αυτό την νοιάζει πολύ περισσότερο από την ίδια την έκβαση των αγώνων. Μια συνεπής όμως ριζοσπαστική θέση θα έπρεπε να πει κάτι σαν κι αυτό: «χάσαμε γιατί δεν ήμασταν αρκετά αποφασισμένοι και αποφασισμένες να νικήσουμε, γιατί δεν ακολουθήσαμε τα σωστά μέσα πάλης, γιατί οργανωθήκαμε με δομές τέτοιες που δεν επέτρεψαν την ενεργή συμμετοχή περισσότερου κόσμου στις κινητοποιήσεις κ.λπ.». Μια τέτοια θέση κοστίζει εκλογικά και γι’ αυτό η αριστερά δε θα μπορούσε ποτέ να την υποστηρίξει. Εξάλλου κάτι τέτοιο προϋποθέτει ανοικτές δημοκρατικές διαδικασίες και δυνατότητα πρακτικής και ουσιαστικής ανοικτής αμφισβήτησης των επιλογών των ηγεσιών των κομμάτων, κάτι αδύνατο, εφόσον, τα περισσότερα, αν όχι όλα τα κόμματα της Αριστεράς έχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συγκεντρωτικά, ιεραρχικά και γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά που δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Αφήνει όμως, μια τέτοια ριζοσπαστική θέση, όπως παραπάνω την αναφέραμε, μια παρακαταθήκη στους μελλοντικούς αγώνες για το ριζοσπαστικό εκείνο τμήμα των ανθρώπων που μπορούν να πάνε παρακάτω την κριτική και τις ίδιες τις δομές του κινήματος, διδασκόμενοι μέσα από την πείρα, τις ήττες και τις νίκες δηλαδή, των προηγούμενων κινητοποιήσεων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η παραδοχή και η ανάλυση των ηττών συνιστά βασικό κομμάτι μιας δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης προς την εμπέδωση της υπευθυνότητας και της κριτικής σκέψης.

Η πολιτική συμμετοχή στις (αμεσο)δημοκρατικές διαδικασίες

σύνταγμαΕιδικά μάλιστα σε ό,τι αφορά στο εγχείρημα της άμεσης δημοκρατίας (δηλαδή της δημοκρατίας απλώς, εφόσον η δημοκρατία είναι εξ ορισμού άμεση), η πλήρης αντίθεση του αριστερισμού προς κάθε πνεύμα δημοκρατίας φαίνεται από την ανικανότητα των μελών του να συμμετάσχουν και να λειτουργήσουν μέσα στις δημοκρατικές διαδικασίες. Το περίφημο ανέκδοτο που καταλήγει στην ατάκα «χωρίς γραμμή ο Κνίτης δε γαμεί» μπορεί να εφαρμοστεί και στους αριστεριστές γενικότερα, οι οποίοι, εξάλλου, είναι όλοι τους δέσμιοι της κουλτούρας και του μύθου του ΚΚΕ, έστω κι αν, καταρχάς, το αρνούνται[4]. Αν δεν έχουν, με άλλα λόγια, συζητήσει από πριν τη γραμμή που οφείλουν με κάθε τρόπο να υποστηρίξουν μέσα στις συνελεύσεις, οι αριστεριστές και οι αριστερίστριες αδυνατούν να ενεργήσουν έστω και στοιχειωδώς, αφού είναι ανίκανοι και ανίκανες να συζητήσουν επί ίσοις όροις με άτομα διαφορετικών απόψεων και πολιτικών καταβολών. Αυτό συμβαίνει διότι μέσα στις δημοκρατικές διαδικασίες συμμετέχουμε αδιαμεσολάβητα, ως πρόσωπα ισότιμα με όλους τους άλλους συμμετέχοντες, και όχι ως μέλη ή φερέφωνα μιας οργάνωσης που έχουν έρθει να περάσουν κάποια γραμμή διαμορφωμένη εκ των προτέρων και εκτός συνέλευσης. Στο επίπεδο της λήψης των αποφάσεων (αυτό που στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία ονομαζόταν ἐκκλησία), οι πολίτες συμμετέχουν ως άτομα, ανεξαρτήτως αν ανήκουν ή όχι σε κάποια συλλογικότητα. Η συλλογικότητα, αντίθετα, προπαγανδίζει τις απόψεις της στο επίπεδο του δημόσιου διαλόγου, της ἀγορᾶς: στο χώρο, με άλλα λόγια, όπου ανταλλάσσονται ιδέες, συζητούνται τα διάφορα πολιτικά προτάγματα κ.λπ.

Φυσικά και καθένας ή καθεμιά μας είναι φορέας κάποιας ευρύτερης πολιτικής ταυτότητας, την οποία ούτε μπορεί αλλά ούτε και οφείλει να αφήσει εκτός συνελευσιακών διαδικασιών. Η λύση, με άλλα λόγια, στο πρόβλημα του γραφειοκρατικού καπελώματος των δημοκρατικών διαδικασιών, δεν είναι η κατάργηση των πολιτικών συλλογικοτήτων ή των πολιτικών προταγμάτων που υπερβαίνουν το απλώς πρακτικό ή συνδικαλιστικό επίπεδο, ούτε βέβαια ο απολίτικος μηδενισμός (όπως σπεύδουν να πουν οι αριστεριστές, όταν τους γίνεται κριτική). Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε απλώς μια διαφορετική εκδοχή του προβλήματος κι όχι μια πιθανή λύση του. Αυτή η τελευταία, αντίθετα, μπορεί να αναζητηθεί προς την προσπάθεια δημιουργίας πολιτικών οργανώσεων που αντιλαμβάνονται με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο όχι μόνο το ρόλο και τη λειτουργία τους αλλά και την πολιτική ιδεολογία ή το πρόταγμά τους. Κάτι ανάλογο ισχύει με όσους ή όσες από εμάς συμμετέχουν σε δημοκρατικές συνελευσιακές διαδικασίες, όντας, ταυτόχρονα, μέλη κάποιας πολιτικής συλλογικότητας ή, έστω, όντας φορείς μιας ευρύτερης πολιτικής ταυτότητας. Είναι λοιπόν δυνατό, έχοντας αυτά τα χαρακτηριστικά, να μην ενεργούμε καπελωματικά μέσα στις δημοκρατικές διαδικασίες;

Σαφώς και είναι δυνατό. Αρκεί αυτή η ευρύτερη πολιτική ταυτότητα να μην έχει τη μορφή μιας ιδεολογίας που νομίζει ότι βασίζεται στην κατοχή της απόλυτης Αλήθειας και η οποία, ως τέτοια, θεωρεί πως έχει χρέος να επιβληθεί στις δήθεν αδαείς μάζες. Αν κάποιος, με άλλα λόγια, έρχεται στη συνέλευση πιστεύοντας ότι, όχι μόνο δεν έχει τίποτε να διδαχθεί από τους συνομιλητές του, ότι όχι μόνο δεν έχει το παραμικρό να διαμορφώσει μαζί τους, αλλά, αντιθέτως, ότι οφείλει να τους φορέσει καπέλο την ορθή αντίληψη, την οποία αυτοί δε μπορούν –ως πολιτικά αδαείς- να συλλάβουν από μόνοι τους, είναι ήδη γραφειοκράτης, είτε είναι μαρξιστής-λενινιστής είτε αναρχικός είτε υποστηρικτής της «εργατικής αυτονομίας» ή της «περιεκτικής δημοκρατίας» είτε «ανανεωτικός» σοσιαλδημοκράτης και οτιδήποτε άλλο θέλει. Διότι, πολύ απλά, αν αντιλαμβάνεται με τέτοιο τρόπο τις πολιτικές του ιδέες, επόμενο είναι να χρησιμοποιήσει με εργαλειακό τρόπο τις δημοκρατικές διαδικασίες, προκειμένου να περάσει τη γραμμή της οργάνωσής του. Δε θέτει τις ιδέες του, υπό μορφή προτάσεων, στη διάθεση και στην κρίση της συνέλευσης, αλλά προσπαθεί να τις επιβάλει με δόλιες και πλάγιες μεθόδους επί μιας ομήγυρης δήθεν ηλίθιων και πολιτικά αδαών (και σε περίπτωση που κάτι τέτοιο δεν επιτευχθεί, βγαίνει και συκοφαντεί τις διαδικασίες μιλώντας για φίμωση, κατάργηση της ελευθερίας του λόγου κ.λπ). Με άλλα λόγια, δεν είναι υπέρ της δημοκρατίας, ως μέσου λήψης αποφάσεων αλλά και ως πολιτικού προτάγματος γενικώς, αλλά την ανέχεται, όπου αυτή εμφανιστεί, προκειμένου να εισχωρήσει στις διαδικασίες και, βιάζοντάς τις, να προωθήσει τη γραμμή του. Αυτή ακριβώς η προσπάθεια βρίσκεται πίσω από την επιμονή της αριστεράς στη γραμμή: «η άμεση δημοκρατία είναι απλώς ένα πρόσκαιρο μέσο πάλης, ο σκοπός μας ο απώτερος, αντίθετα, είναι η εκλογή μιας νέας κυβέρνησης που θα πάρει πίσω το Μνημόνιο».

Ο καθοριστικός ρόλος του ανένταχτου κόσμου

Το βασικό πρόβλημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι σε αυτές τις οργανώσεις συμμετέχουν και αρκετοί τίμιοι αγωνιστές και αγωνίστριες, όπως επίσης και το γεγονός ότι, λόγω της ιδεολογίας τους, οι εν λόγω φορείς, συμμετέχουν συχνά σε κινητοποιήσεις τις οποίες κανείς άλλος δε θα στήριζε (και αυτό ισχύει ειδικότερα αν έχουμε στο νου μας και τις αναρχικές γραφειοκρατίες): εργασιακά και μεταναστευτικά θέματα, κρατική καταστολή, υποστήριξη φοιτητικών καταλήψεων κ.λπ. Άρα το θέμα δεν είναι να εκδιώξουμε, με όρους βίας και δύναμης, αυτές τις οργανώσεις από τις εκάστοτε κινητοποιήσεις ούτε και να υποκαταστήσουμε την ορθή, δημοκρατική και «κινηματική» κριτική στις πρακτικές και την κουλτούρα τους από μια συντηρητικού τύπου και φιλελεύθερη κριτική που θα ασχολείται αποκλειστικά με τις ιδεολογίες τους και η οποία καταλήγει αναγκαστικά σε μια άνευ νοήματος δεξιά, αντικομουνιστική ή αντιαναρχική εμμονή. Το θέμα είναι, σε γενικότερο επίπεδο, να βρούμε έναν τρόπο να συνεργαζόμαστε μαζί τους, όπου αυτό είναι δυνατό και όπου χρειάζεται, σε εντελώς τακτικό επίπεδο, έχοντας, παράλληλα, τη δυνατότητα, να βάζουμε φρένο στις ραδιουργίες τους, από τη στιγμή που βλέπουμε να ξεκινά η προσπάθειά τους να κυριαρχήσουν στις διαδικασίες ή απλά να τις σαμποτάρουν (εφόσον ενδεχομένως να κρίνουν ότι δεν τους συμφέρει πλέον αυτές να συνεχίζουν να υπάρχουν).

Στο βαθμό που είμαστε μέλη δημοκρατικών και ελευθεριακών συλλογικοτήτων ή, έστω, άτομα ήδη πολιτικοποιημένα, που δεν πολιτικοποιούμαστε, δηλαδή, μέσα από τις διαδικασίες του εκάστοτε κινήματος, θα πρέπει να συνεννοούμαστε, ώστε να ενεργούμε οργανωμένα, προς την κατεύθυνση του σαμποταρίσματος των γραφειοκρατικών ραδιουργιών, με σκοπό τη διάνοιξη του πεδίου για να πάρει το λόγο ο ανένταχτος κόσμος, σαν ένα είδος, με άλλα λόγια, περιφρούρησης των δημοκρατικών διαδικασιών.

Αυτό το σημείο είναι καίριο: θα πρέπει να είναι σαφές ότι ο αγώνας ενάντια στο γραφειοκρατικό καρκίνο και τις αστείρευτες μεταστατικές του ικανότητες, δε μπορεί ποτέ να είναι αποτελεσματικός, αν ο ίδιος ο ανένταχτος κόσμος δε σπάσει την παθητικότητα και την ετερονομία του οι οποίες είναι ακριβώς αυτές που επιτρέπουν στους αριστεριστές να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο ως πιο «έμπειροι» πολιτικά και κινηματικά ή, απλούστερα, ως πιο ικανοί στο γραφειοκρατικό παιχνίδι και τις μανούβρες. Το θέμα, με άλλα λόγια, δεν είναι να πετάξουμε έξω τους αριστεριστές με σκοπό να περάσουμε την αναρχική ή αυτόνομη γραμμή μας.

Αν είμαστε όντως φορείς μια δημοκρατικής κουλτούρας, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι βαρύνων παράγοντας είναι πάντοτε η ίδια η κοινωνία, δηλαδή, σε ό,τι μας αφορά εν προκειμένω, ο ανένταχτος κόσμος: είναι αυτός που επιτρέπει, μέσω των αδυναμιών του (πολιτική απειρία, παθητικότητα, έλλειψη προθυμίας να αναλάβει ευθύνες, έλλειψη αίσθησης αυτοπεριορισμού, ναρκισσισμός κ.λπ.), στους αριστεριστές να κάνουν παιχνίδι, αλλά είναι και ο ίδιος, μέσω της πολιτικής του ενεργοποίησης (σπάσιμο της παθητικότητας, πιο ενεργή συμμετοχή, ανάληψη πρωτοβουλιών και υπεύθυνων πόστων, έλεγχος των ομιλητών, αυτοπεριορισμός κ.λπ.), που μπορεί οριστικά να τους περιθωριοποιήσει και να επιτρέψει την πραγματική εμπέδωση των δημοκρατικών διαδικασιών. Όπως το έλεγε άλλωστε η γαλλική Οργάνωση επαναστατών νέων εργαζόμενων, το 1972, σε μια κλασική πλέον μπροσούρα της («Ο μιλιταντισμός, ανώτατο στάδιο της αλλοτρίωσης»), «ο μιλιταντισμός βασίζεται στην αλλοτρίωση καθενός από εμάς. Η αλλοτρίωση όμως δεν εξαφανίζεται με το κούνημα ενός μαγικού ραβδιού και ο μιλιταντισμός αποτελεί την ιδιαίτερη παγίδα που στήνει ο παλιός κόσμος στους επαναστάτες». Ο αριστερισμός, με άλλα λόγια, είναι το προϊόν των ίδιων μας των αδυναμιών, τόσο ως μελών πολιτικών συλλογικοτήτων, όσο και ως ανένταχτου κόσμου: στο βαθμό που αυτές συνεχίζουν να υφίστανται, οι αριστεριστές αλλά και οι υπόλοιποι γραφειοκράτες, θα είναι εκεί για να μας υπενθυμίζουν ότι πρέπει να τις ξεπεράσουμε.

Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία

_________________________________________________

[1] Χαρακτηριστικό, υπό αυτή την έννοια, το παράδειγμα της συνέλευσης της 15/6. Εκείνη τη μέρα, η Λαϊκή Συνέλευση μετατράπηκε σε μάχη «γραμμών» ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς είχαν κατέβει «συγκροτημένα και συντεταγμένα» τα φερέφωνα αυτών των δύο οργανώσεων, προκειμένου να «γραμμώσουν» μια συνέλευση που είχε πολύ περισσότερο κόσμο από τις συνηθισμένες, χάρις σε όσα είχαν προηγηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας (γενική απεργία, αποκλεισμός Βουλής, αστυνομική καταστολή, ανακατάληψη της πλατείας, φήμες για το σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης κ.λπ.). Σε αυτή τη συνέλευση, όπου σχεδόν όλοι οι ομιλητές προέρχονταν από κάποια αριστερίστικη γραφειοκρατία και πρότειναν να αφήσουμε τα φληναφήματα περί άμεσης δημοκρατίας και να στηρίξουμε την εκλογή μιας «νέας κυβέρνησης που θα πάρει πίσω το Μνημόνιο», οι αναρχικοί που κάθονταν στη «γαλαρία» παρενέβησαν μόνο για να αποδοκιμάσουν και να γιουχάρουν έναν ηλικιωμένο ομιλητή (από τους ελάχιστους «ανένταχτους» που μίλησαν εκείνη τη βραδιά) ο οποίος πρότεινε να γίνει μια κριτική και μια ρητή απόρριψη σε μεθόδους δράσης όπως τα λεγόμενα «μπάχαλα» και οι χωρίς νόημα οδομαχίες με τα ΜΑΤ.

[2] Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, ότι βλέπουμε την άμεση δημοκρατία απλώς ως μια διαδικασία, αδιαφορώντας για τις απόψεις που ακούγονται κατά τις συνελεύσεις και τις συζητήσεις ή εκφράζονται μέσω των αποφάσεων που λαμβάνονται. Την αντιλαμβανόμαστε, αντίθετα, ως ένα συνολικό πρόταγμα ή, πιο σωστά, ως το πολιτικό κομμάτι ενός ευρύτερου προτάγματος που στοχεύει στη δημιουργία μιας αυτόνομης και δημοκρατικής κοινωνίας. Και με αυτή την έννοια είμαστε φυσικά αντίθετοι προς διάφορές σοσιαλδημοκρατικές και λοιπές «ρεφορμιστικές» προσεγγίσεις τις οποίες, διόλου τυχαία, πολύ συχνά προωθούν οι πολιτικοί χώροι που σαμποτάρουν τις δημοκρατικές διαδικασίες: λογικό, αν σκεφτεί κανείς, ότι το σοσιαλδημοκρατικό φαντασιακό είναι ουσιωδώς ολιγαρχικό και κρατικιστικό, εφόσον πιστεύει ότι τα προβλήματα της κοινωνίας θα λυθούν μόνο αν εκλέξουμε το Λαφαζάνη ή τον Πάνο Γκαργκάνα στη βουλή, ώστε, παρέα με το Σάββα Μιχαήλ και τον Π. Σωτήρη, να αποφασίσουν για εμάς και να μας επιβάλλουν τη σωστή πολιτική που θα λύσει τα προβλήματά μας. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε ότι, όπως προσπαθούμε να δείξουμε και παρακάτω, το αν είναι κανείς γραφειοκράτης ή όχι δεν έχει να κάνει απαραίτητα με το αν είναι υπέρ ή κατά του κοινοβουλευτισμού και της κατάληψης της κρατικής εξουσίας.

[3] Πιο συγκεκριμένα, όταν η Θεματική Ομάδα Οικονομίας του Συντάγματος του έστειλε πρόσκληση για να έρθει να μιλήσει στην εκδήλωση της για την οικονομία (6/6/2011), αυτός αρνήθηκε, λέγοντας ότι του ήταν αδύνατο να καθίσει στο ίδιο πάνελ με τους υπόλοιπους, «συστημικούς» ομιλητές (που, ως τέτοιοι, μιλούν απλώς ενάντια στο χρέος κι όχι ενάντια στο σύστημα γενικώς). Αντιπρότεινε μάλιστα να τον καλέσουν αφού άλλαζαν, ταυτόχρονα, τη σύνθεση του πάνελ και τον τίτλο της εκδήλωσης, ώστε αμφότερα να συμφωνούν με τις «αντισυστημικές» του απόψεις. Μετά την αναμενόμενη και πολύ λογική άρνηση από την πλευρά της Θεματικής, ο εν λόγω θεωρητικός ξεκίνησε μια εκστρατεία συκοφάντησης της Πλατείας (μέσω του πολιτικού του μαγαζιού), κατηγορώντας την για έλλειψη δημοκρατικότητας, παρουσιάζοντάς την ως «παρωδία άμεσης δημοκρατίας» κ.λπ. Βλ. σχετικά εδώ κι εδώ.

Σε ό,τι μας αφορά, η θέση μας για την οικονομική διάσταση του προβλήματος είναι πολύ κοντά σε αυτή του εν λόγω θεωρητικού. Ωστόσο, με το να παρουσιαζόταν μόνο αυτή η άποψη, αποκλείοντας τις ρεφορμιστικές και σοσιαλδημοκρατικές απόψεις, θα ακυρωνόταν ο χαρακτήρας ελεύθερης διαβούλευσης που έχουν οι ανοιχτές εκδηλώσεις της πλατείας. Διότι, αν κανείς πιστεύει ότι έχει δίκιο, μπορεί, πολύ ωραία, να χτυπήσει με επιχειρήματα και δημόσια κριτική τις αντίπαλες απόψεις (εν προκειμένω τις σοσιαλδημοκρατικές και οικονομικά εθνικο-πατριωτικές που προτείνουν τη διαγραφή του χρέους ως πρόταγμα του κινήματος των πλατειών), ενώ το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που θέλει να καταγγείλει κάποια προσπάθεια ιδεολογικού καπελώματος: τι καλύτερο από το να το κάνει δημόσια, στα πλαίσια μιας ανοιχτής συζήτησης; Αυτό θα πει δημοκρατικός διάλογος και πολύ ωραία δείγματά του είδαμε σε άλλες εκδηλώσεις, όπως, π.χ., αυτή για την άμεση δημοκρατία (17/6/2011), όπου συμμετείχαν ομιλητές τόσο «αντι-συστημικοί» (υπέρ της άμεσης δημοκρατίας), όσο και σοσιαλδημοκράτες, που υποστήριζαν απλώς τον «δημοκρατικό» εμπλουτισμό των φιλελεύθερων ολιγαρχικών πολιτευμάτων. Αυτό αντίθετα που έκανε ο θεωρητικός για τον οποίο μιλάμε, δεν απέχει και πολύ από τις γελοιότητες του ΜΛ-ΚΚΕ, το οποίο πήγε να στήσει το τραπεζάκι του σχεδόν μέσα στο χώρο της γενικής συνέλευσης κι όταν του είπαν να πάει πιο πέρα, βγήκε και μίλαγε περί ολοκληρωτισμού (sic): αμφότεροι πήγαν να καπελώσουν και μόλις είδαν ότι δεν περνά η μπογιά τους, άρχισαν να συκοφαντούν. Εξάλλου, η αντίληψή του για το πώς πρέπει να οργανώνεται μια ανοιχτή πολιτική συζήτηση είναι πανομοιότυπη με αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο κατά τα άλλα τόσο κατακρίνει: όπως μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που συμμετέχουν στην πλατεία κατάφεραν με υπόγειες διαδικασίες να καθορίσουν τη σύνθεση των ομιλητών στην εκδήλωση περί των αλλαγών στα πανεπιστήμια (21/8/2011), καλώντας μόνο ιδεολογικο-πολιτικά προσκείμενά τους άτομα, έτσι κι ο θεωρητικός μας ήθελε όλη την εκδήλωση για πάρτη του. Αλλά τι να περιμένει κανείς από άτομα που θεωρούν ιδεολογικούς συνοδοιπόρους, στην «αντισυστημική συμμαχία» του ενάντια στη Νέα Τάξη, το ΚΚΕ και τον Αχμαντινεζάντ;

[4] Και αυτό ισχύει ακόμα και για ελευθεριακές εκδοχές του αριστερισμού: «Είναι εξίσου αναμφισβήτητο, τουλάχιστον για τον υποφαινόμενο, ότι στις περιστάσεις του παρόντος ένα κακό, δυσλειτουργικό ή προβληματικό ΚΚΕ είναι προτιμότερο από κανένα ΚΚΕ, όπως και μια παρηκμασμένη και γραφειοκρατικά αποστεωμένη μπρεζνιεφική ΕΣΣΔ θα ήταν για πολλά θέματα και από πολλές απόψεις προτιμότερη από την σημερινή Ρωσία. Συμμερίζομαι, για τον λόγο αυτό, την υπερηφάνεια των μελών και υποστηρικτών του ΚΚΕ για το γεγονός ότι είναι, στις σκοτεινότατες περιστάσεις της εποχής μας, το ισχυρότερο Κομμουνιστικό Κόμμα στην ηπειρωτική Ευρώπη» λέει ο μπλόγκερ Radical Desire, ενώ ο έτερος θεωρητικός του ελευθεριακού χώρου στον οποίο αναφερθήκαμε σε προηγούμενη υποσημείωση, θεωρεί το εν λόγω κόμμα βασικό πυλώνα της «αντισυστημικής συμμαχίας» του.

Translate »